- ευκατάνυκτος
- εὐκατάνυκτος, -ον (Μ)1. αυτός που μετανοεί, που μεταμελείται εύκολα2. εκείνος που εύκολα νιώθει θρησκευτική κατάνυξη.επίρρ...εὐκατανύκτωςμε μεγάλη κατάνυξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-νυκτος (< κατα-νύσσω), πρβλ. α-κατά-νυκτος, δυσ-κατά-νυκτος].
Dictionary of Greek. 2013.